τσέστερ

τσέστερ
(Chester). Πόλη (65.000 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας στη δυτική Αγγλία, πρωτεύουσα της κομητείας Τσέσαϊρ. Ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους στη θέση παλαιότερου κελτικού οικισμού, και έγινε ρωμαϊκή αποικία τον 1o αι. μ.Χ. με το όνομα Deva ή Devana Castra. Έπειτα πέρασε διαδοχικά στους Βρετανούς, στους Σάξονες, στους Δανούς, και ήταν η τελευταία αγγλική πόλη που καταλήφτηκε από τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή (1070). Στον Μεσαίωνα ήταν ένα από τα κυριότερα βρετανικά λιμάνια. Από την εποχή αυτή παραμένει σημαντικό βιομηχανικό κέντρο, ιδιαίτερα στους τομείς μεταλλουργίας, μηχανουργίας και χημικών προϊόντων. Ο αρχικός αστικός πυρήνας, εγκατεστημένος πάνω σε ένα ύψωμα, έχει τετραγωνικό σχήμα που κλεινόταν από περιμετρικά τείχη του 14ου αι., τα μόνα πλήρη κτίρια της μεσαιωνικής εποχής, είδος πυλών που κλείνουν μερικούς δρόμους, καθώς επίσης ιστορικά και θρησκευτικά μνημεία, μεταξύ των οποίων είναι ο λεγόμενος πύργος του Καίσαρα, η γοτθική μητρόπολη, η μονή του Aγίου Ιωάννη, ο νεοκλασικός πύργος και ξύλινα σπίτια του 16ου αι.
* * *
το, Ν
αγγλικό σκληρό τυρί που παρασκευάζεται από γάλα αγελάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. chester < Chester περιοχή τής Αγγλίας, όπου παρασκευάζεται το τυρί αυτό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Νίμιτς, Τσέστερ Γουίλιαμ — (Chester William Nimitz,Φρέντερικσμπουργκ, Τέξας 1885 – Σαν Φρανσίσκο 1966). Αμερικανός ναύαρχος. Υπηρέτησε στο ναυτικό από το 1905, όταν αποφοίτησε από τη ναυτική ακαδημία της Ανάπολης και κατά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο ήταν αρχηγός του επιτελείου …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της …   Dictionary of Greek

  • Κραμ, Ντόναλντ Τζέιμς — (Donald James Cram, Τσέστερ, Βερμόντ 1919 – 2001). Αμερικανός χημικός. Σπούδασε χημεία με υποτροφία και εκπόνησε το διδακτορικό του στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Το 1947 ορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες, θέση που… …   Dictionary of Greek

  • κωπηλασία ή λεμβοδρομία — Η μέθοδος πρόωσης ενός σκάφους στην επιφάνεια του νερού μόνο με τη μυϊκή δύναμη και τη βοήθεια ενός ή περισσότερων κουπιών ως μοχλών και το αντίστοιχο ναυτικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται με ειδικά σκάφη και με έναν ή περισσότερους κωπηλάτες… …   Dictionary of Greek

  • Λίβερπουλ — (Liverpool). Πόλη (474.001 κάτ. το 2002) της Μεγάλης Βρετανίας στην κομητεία Λάνκασαϊρ της βορειοδυτικής Αγγλίας. Βρίσκεται στον ποταμόκολπο του Μέρσεϊ, στο σημείο εκβολής του στην Ιρλανδική θάλασσα, απέναντι από το Μπίρκενχεντ, 50 χλμ. Δ του… …   Dictionary of Greek

  • Μάλκολμ — (Malcolm). Όνομα βασιλιάδων της Σκοτίας. 1. Μ. A’ (10ος αι.). Βασιλιάς της Άλμπα (943 954). Ο βασιλιάς των Αγγλοσαξόνων Εδμόνδος τού παραχώρησε την Κουμβρία το 946. Ο Μ. σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον των κατοίκων των Υψιπέδων (Highlands)) του… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρμπερ, Σάμουελ — (Samuel Barber, Γουέστ Τσέστερ, Πενσιλβάνια 1910 – 1981). Αμερικανός συνθέτης. Άρχισε μουσική σε μικρή ηλικία και σπούδασε πιάνο, τραγούδι, σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας. Κερδίζοντας βραβεία και υποτροφίες, προκάλεσε την προσοχή της κριτικής με …   Dictionary of Greek

  • Πενσιλβάνια — (Pennsylvania). (Στα ελληνικά και Πενσιλβανία.) Ομόσπονδη Πολιτεία των βορειοανατολικών ΗΠΑ. Βρέχεται από τη λίμνη Ίρι στα ΒΔ και συνορεύει με τις Πολιτείες Νέας Υόρκης στα Β και στα ΒΑ, Nιου Tζέρσεϊ στα Α, Ντελαγουέρ στα ΝΑ, Μέριλαντ στα Ν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”